Ένας γιος.
Ένας πατέρας.
Ένας πατέρας.
Καιρό φυλακισμένοι.
Στου βασιλιά τη χώρα.
Κι ένα μυαλό λαβύρινθος.
Μηχανεύει τρόπο για να φύγει.
Δεν άργησε να βρει τη λύση.
"Μ' ακούς γιε μου;"
Τελευταίες δοκιμές.
Κι ένα χαμόγελο γυαλίζει.
Κι ένα χαμόγελο γυαλίζει.
Κέρινα φτερά γεμάτα λάμψη.
Σε μια οδυνηρή υπενθύμιση.
Που έχασε τη δύναμη της.
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
Πόσο δυνατή ήταν αυτή η έλξη;
Για να πετάξει προς τον ουρανό!
Ο ήλιος ξεμύτισε στην ανατολή.
Οι ακτίνες του νεκρική φωτιά.
"Μ' ακούς γιε μου;"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
Φυλακή ήχησε η προτροπή.
"Μ' ακούς γιε μου;"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
"Μην πετάς τόσο ψηλά"
Φυλακή ήχησε η προτροπή.
Έλιωσε το κερί που τον βάραινε.
Ήθελε να παραμείνει ελεύθερος.
Τα φτερά τον πήραν μακριά.
Γίνανε η καταστροφή του.
"Γιε μου χάθηκες για πάντα."
Ανέβηκε πάρα πολύ ψηλά.
Πήρε την κατακόρυφη πτώση.
Παράσημο υγρό ο τάφος του.
Παράσημο υγρό ο τάφος του.
Βρήκε την ελευθερία του.
Που πέθαινε γι' αυτήν.
Που πέθαινε γι' αυτήν.
"Γιε μου χάθηκες για πάντα."