Είχε ακούσει τόσες πολλές ιστορίες-όταν ήταν μικρός-για τον ασπροντυμένο αυτόν κύριο, που πίστεψε ότι ήταν άνθρωπος κανονικός με ψυχή. Άλλος ευαίσθητος, άλλος αγαθός, άλλος φιλάνθρωπος, άλλος χαρούμενος... κάθε λογιών χιονάνθρωποι είχαν παρελάσει απ' την αθώα παιδική φαντασία του. Είχαν σφηνώσει τόσο πολύ στο μυαλό του, που είχε πιστέψει κιόλας ότι αυτοί ήταν κάποτε άνθρωποι που δεν ήταν επιλογή τους να μένουν έξω στο κρύο, αλλά για κάποιο λόγο τους είχαμε τοποθετήσει εκεί σαν τιμωρία. Έτσι έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια, που όμως άγγιζε τα όρια της λύπης. Και σε χιόνια που έτυχε να πάει, δεν κατάφερνε να βρει ούτε ένα δείγμα από χιονάνθρωπο. Ήταν τόση μεγάλη η λαχτάρα της αντάμωσης με τον χιονάνθρωπο, που αυτή γινότανε δίψα για να τον δει και να τον συναντήσει.
Μόλις θα τον αντίκριζε μάλιστα είχε σκοπό να τον αγκαλιάσει σφιχτά για να ακουμπήσει πάνω του και να αισθανθεί. Δεν τον ένοιαζε καν αν θα κρύωνε, γιατί άλλωστε και ο ίδιος δεν άντεχε στην πολύ ζέστη. Τον είχε προσαρμόσει απ' τα παιδικά του όνειρα σαν έναν άνθρωπο μοναχικό, χαμογελαστό κι ευαίσθητο που είχε για σπίτι του το κρύο και τα χιόνια. Πέρασαν λοιπόν αρκετά χρόνια ώσπου μια κρύα νύχτα του χειμώνα έριχνε πολύ χιόνι κι οι δρόμοι είχαν καλυφθεί απ' το λευκό πέπλο του. Κι ο άνθρωπος αυτός όταν έπεφτε χιόνι κι είχε βαρυχειμωνιά κάτι τον τρόμαζε και δεν το κούναγε απ' το σπίτι του μέχρι να περάσει η κακοκαιρία.
Κάποια στιγμή όμως χρειάστηκε να βγει έξω κι όπως ήταν άμαθος απ' το πολύ χιόνι, με δυσκολία μπορούσε να κινηθεί. Δεν έκανε πολλά βήματα απ' το χαμόσπιτο του κι απ' το προαύλιο ακούστηκε μια ψιλή φωνή ξωπίσου του που έμοιαζε σαν παιδική:"ε ψιτ, φίλε!" Αυτή η άγνωστη φωνή τον ξάφνιασε και γύρισε με μιας να δει ποιος ήτανε."εδώ είμαι στη μέση της αυλής... αν μετακινήσεις το σώμα σου απ' το δέντρο θα με δεις" είπε ξανά αυτή η φωνή. Αμέσως έκανε ένα λοξό λύγισμα του κεφαλιού και βλέπει έναν χιονάνθρωπο να στέκεται καταμεσίς. Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που έτρεξε αμέσως να τον αγκαλιάσει γεμάτος από συγκίνηση. Ο χιονάνθρωπος όμως δεν ήθελε κάτι τέτοιο κι έγνεψε στο μέρος του να μην τον πλησιάσει. Εκείνος δεν αντιλήφθηκε αυτήν την κίνηση και μόλις τον αγκάλιασε έλιωσε με μιας. Δεν άντεξε την αγκαλιά του.
Οι χιονάνθρωποι είναι τόσο ψυχροί που δεν αντέχουν ούτε σε μια απλή αγκαλιά! Και το χαμόγελο τους ακόμα, είναι ψεύτικο, ειρωνικό και παγωμένο. Έτσι ο άνθρωπος αυτός κατάπιε τη στεναχώρια του κρατώντας ενός λεπτού σιγή, για όσα έλιωσαν στη φαντασία του με το χιονάνθρωπο, αφού αντίκρισε έντονα την παγωμένη αλήθεια της στιγμής!
Τι εμπνευση ειναι αυτη βρε Νικο τελευταια! Ελπιζω να μην σημαινει οτι δεν εισαι καλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνθρώπινα "μεγαλεία"... αφού είμαι ανάμεσά σας, τότε είμαι καλά... δόξα τον Θεό!
ΔιαγραφήΝα 'σαι πάντα καλά Χριστίνα και σ' ευχαριστώ πολύ!!!
Νικόλα μου πόση αλήθεια έχει αυτό το κείμενό σου !!Πόσοι από εμάς αντέχουμε την καθαρή παγωμένη αλήθεια ;; Πόσοι από εμάς δεν έχουμε στο μυαλό μας χτίσει ανθρώπινες ψυχές που έγιναν παγωμένοι χιονάνθρωποι !! Μια αγκαλιά και την αγάπη μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι έχουμε αρκετούς χιονάνθρωπους όπως διαφαίνεται!
ΔιαγραφήΜου άρεσε αυτή η διαπίστωση... "χτίσει"... μ' αυτήν τη λέξη τα είπες όλα καλή μου nikol!
Κρατάω την αγκαλιά και την ανταποδίδω με εκτίμηση και φιλιά!
Να 'σαι πάντα καλά παρέα με την αγάπη μου!!!
Αχ, στεναχωρήθηκα, μα η αλήθεια είναι στις 2 τελευταίες γραμμές σου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη γραφή, καλέ μου!!!
Φιλιά πολλά και μπρρρρρρρρ! παγωμένα!
;-)
Άντε καλέ... δε θέλω να στεναχωριέστε! Είναι μια ιστορία που φτιάχνει η ίδια η ζωή!
ΔιαγραφήΝα 'στε πάντα καλά για να περνάτε καλά!
Μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά και στους δυο σας, γιατί νιώθω ότι εσείς δεν πρόκειται να λιώσετε!!! ;-)